- επικαγχάζω
- ἐπικαγχάζω (Α)καγχάζω για κάτι ή μετά από κάτι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπικαγχάσῃ — ἐπικαγχάζω laugh loud aor subj mid 2nd sg ἐπικαγχάζω laugh loud aor subj act 3rd sg ἐπικαγχάζω laugh loud fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικαγχαζόντων — ἐπικαγχάζω laugh loud pres part act masc/neut gen pl ἐπικαγχάζω laugh loud pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικαγχάζει — ἐπικαγχάζω laugh loud pres ind mp 2nd sg ἐπικαγχάζω laugh loud pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικαγχάζειν — ἐπικαγχάζω laugh loud pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικαγχάζοντες — ἐπικαγχάζω laugh loud pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικαγχάζων — ἐπικαγχάζω laugh loud pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικαγχάσας — ἐπικαγχά̱σᾱς , ἐπικαγχάζω laugh loud fut part act fem acc pl (doric) ἐπικαγχά̱σᾱς , ἐπικαγχάζω laugh loud fut part act fem gen sg (doric) ἐπικαγχάσᾱς , ἐπικαγχάζω laugh loud aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)